- αντίλυρος
- ἀντίλυρος, -ον (Α)ο ανταποκρινόμενος στη λύρα, αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίλυρον — ἀντίλυρος responsive to the lyre masc/fem acc sg ἀντίλυρος responsive to the lyre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek